Η θέση προσφέρεται για διαφήμιση

Η θέση προσφέρεται για διαφήμιση


Γράφει ο Pinko Palest

Η ζωή μας μετριέται σε μουντιάλ. Κι όχι απλά μετριέται, αλλά και περιγράφεται από αυτά. Κι έτσι γίνεται και πιο εύκολη στο να την αφηγηθούμε, τόσο στους άλλους, όσο και στους εαυτούς μας.

Ανάμεσα σε άλλα, καταγράφονται και: Το μουντιάλ των παιδικών μας χρόνων (ορισμένοι τυχεροί μπορεί να έχουν δύο τέτοια), το μουντιάλ της εφηβείας και της πρώτης αγάπης, το μουντιάλ της ενηλικίωσης, το μουντιάλ της νεότητας, το μουντιάλ του στρατού (ή του πτυχίου, ή του μεταπτυχιακού), το μουντιάλ της πρώτης δουλειάς (ή της ανεργίας), το μουντιάλ του γάμου, το μουντιάλ της σχέσης, το μουντιάλ του παιδιού, το μουντιάλ της κρίσης της μέσης ηλικίας, και όσες άλλες σημαντικές στιγμές μπορεί να φέρει στο νου του κανείς.

Έχει ειπωθεί πολλάκις, είναι όμως αλήθεια: ανά πάσα στιγμή, μπορείς να θυμηθείς με ακρίβεια σε τι κατάσταση ήσουν σε κάθε μουντιάλ. Όχι μόνο το τι έκανες, αλλά και την εν γένει συναισθηματική σου κατάσταση μπορείς να ξαναφέρεις στη μνήμη σου. Ίσως επειδή ένα μουντιάλ δεν είναι ένα μόνο παιχνίδι, όπως πχ ο τελικός ενός Τσάμπιονς Ληγκ, που μετά από δύο μήνες ψάχνεις να θυμηθείς ποιος το κέρδισε πέρυσι, ποιον νίκησε και ποιον απέκλεισε. 

Ίσως επειδή κρατάει έναν μήνα κι όχι ένα ενιάμηνο, που κρατάει ένα πρωτάθλημα, γιατί πώς να θυμηθείς πώς ένοιωθες σε ολόκληρη την περίοδο 1989-1990 (2009-2010 για τους νεώτερους). 

Ίσως επειδή έρχεται κάθε τέσσερα χρόνια, αρά έχει διαφορετική περιοδικότητα από ότι τα καλοκαίρια κι όλες οι εποχές, που έρχονται κάθε χρόνο. Ταυτόχρονα, έχει μία εσωτερική ενότητα, εν αντιθέσει με τους Ολυμπιακούς, και τεράστιο ειδικό βάρος, περισσότερο από το επίσης αγαπημένο Γιούρο.

Αυτή η αυξημένη σημασία του μουντιάλ στη ζωή του κάθε ποδοσφαιρόφιλου σχετίζεται ιδιαίτερα με την τηλεόραση, αν και ψήγματά της προϋπήρχαν της εμφάνισής της. Ο Πούσκας, ο Πελέ, ο Ζαμόρα ακόμα, ήταν γνωστοί σε όλους τους οπαδούς, ακόμα και στην μικρή Ελλάδα. Και από τις εφημερίδες, που είχαν αναλυτικά ρεπορτάζ από τα Παγκόσμια Κύπελλα από γεννήσεως τους, αλλά προπαντός από τα Επίκαιρα στον κινηματογράφο. Τα ονόματα που ανέφερα δεν είναι τυχαία, τα έχω ακούσει και τα τρία από παλαιότερους ως αντικείμενα θαυμασμού ή και λατρείας τους.

Και η μουσική καθορίζει στα μάτια μας το παρελθόν. Αλλά με κάπως διαφορετικό τρόπο, γιατί καταφέρνει να καταγράψει περισσότερο το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι (πχ το Καλοκαίρι της Αγάπης του 1967 και τα παιδιά των λουλουδιών, το πανκ κι ο ατομικισμός το 1977-80, ο νεορομαντισμός στις αρχές της δεκαετίας του 80), ενώ το μουντιάλ μας βοηθά να καθορίσουμε εμάς τους ίδιους: δεν σκεφτόμαστε την Ολλανδία του 74 ως την ομάδα της πτώσης των δικτατοριών, ούτε τη Δυτική Γερμανία του 90 ως την ομάδα της κατάρρευσης του υπαρκτού. Σκεφτόμαστε τις προσωπικές μας ιστορίες του καλοκαιρού που βλέπαμε τον Κρόυφ ή τον Ματέους. Αυτό βέβαια προκύπτει και από το ότι τον Λίνεκερ ή τον Τζεντίλε τους είδαμε σε ζωντανό χρόνο, ενώ ένα τραγούδι μπορεί να το πρωτοακούσαμε μήνες ή και χρόνια μετά τη στιγμή που καθόρισε (πόσοι άκουσαν το A Whiter Shade of Pale τον Μάιο του 1967, ή το Anarchy in the UK τον Νοέμβριο του 1976?) 

Όλα τα μουντιάλ, αφού περάσει λίγος καιρός, τείνουν να αφήνουν μία γλυκιά νοσταλγία. Κι ας κερδίσει “η λάθος ομάδα” (ή όπως έλεγε σπορτκάστερ της ΕΡΤ: “οι φίλαθλοι σε όλον τον κόσμο αναρωτιούνται για ποιον λόγο δεν κέρδισε η καλύτερη ομάδα, Μανώλη”), κι ας μην είναι πάντα καλό το ποδόσφαιρο που έχουμε παρακολουθήσει, με το συμφεροντολογικό τρόπο παιχνιδιού να κυριαρχεί πολύ πιο συχνά από ότι θέλουμε να ομολογούμε. 

Μετά από λίγο καιρό, βρίσκεις πολλά πράγματα για να νοσταλγείς. Καθώς μάλιστα το μουντιάλ είναι πολλά παιχνιδια μέσα σε έναν ολόκληρο μήνα, αυτά που θα επιλέξει ο καθένας να του μείνουν είναι πιθανό να μην ανήκουν στην κυρίαρχη ανάγνωση του μουντιάλ, ιδίως άμα καταφέρει να μην παρακολουθεί τι λένε οι δημοσιογράφοι για το θέμα. Μπορεί πχ κάποιος να θυμάται το μουντιάλ του 82 για το χατ τρικ του Μπόνιεκ ή το ψαλίδι του Φίσσερ (ή ακόμα και μια άσχετη απόκρουση του Ν’ Κόνο) περισσότερο από τα χορευτικά του Σόκρατες και του Ζίκο, ή από το 86 το χατ τρικ του Μπελάνωφ, ή το χαστούκι του Μπέρτχολτ  περισσότερο από τις ντρίπλες του Μαραντόνα. Αυτό που δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει, είναι να έχει περισσότερες αναμνήσεις από τα πρώτα μουντιάλ που έζησε, τότε που όλα μας φαίνονται πιο καινούργια και μαγικά.

Αυτό που πρέπει να μας ανησυχεί είναι αν οι σημερινοί νέοι, που έχουν μεγαλώσει με ποδόσφαιρο στην τηλεόραση 24 ώρες το 24ωρο, όλο το χρόνο, δεν παρακολουθούν το μουντιάλ όσο πρέπει. 


Εμείς στην ηλικία τους, παρακολουθούσαμε όλα τα παιχνίδια, συμπεριλαμβανομένων των ομίλων, με κομμένη την ανάσα, κι ας ήταν πολλά από αυτά ανιαρές σούπες με 0-0, ή ακόμα και απευθείας στημένα, όπως το 1-0 της Γερμανίας με την Αυστρία το 1982. Ίσως επειδή τα παιχνίδια του πρώτου γύρου παραείναι πολλά. 

Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει κάποιον που θα προτιμήσει να κάνει κάτι άλλο από το να δει μέσα στο ντάλα μεσημέρι Μαρόκο – Ιράν (με όλο το σεβασμό στις δύο συμπαθέστατες κατά τα άλλα ομάδες). Ίσως πάλι, οι νέοι έχουν απλά μπαφιάσει από ποδόσφαιρο, ή να πιστεύουν πως το καλύτερο ποδόσφαιρο στον κόσμο δεν είναι πια στα μουντιάλ αλλά στο Τσάμπιονς Ληγκ, όπου οι λίγες πανίσχυρές ομάδες της Ευρώπης αποκτούν ό,τι κινείται, απομυζώντας όμως ποδοσφαιρική αξία από όλους τους άλλους. 

Οι καλύτεροι παίκτες θα είναι πάντως και φέτος στο μουντιάλ, έστω και με λίγες εξαιρέσεις. Μπορεί οι ομάδες που θα παίξουν να μην είναι τόσο μονταρισμένες όσο οι ομάδες του Τσάμπιονς Ληγκ, τα μεγάλα αστέρια να είναι κουρασμένα, το ποδόσφαιρο να είναι συχνά προσηλωμένο στη διατήρηση της απαραβίαστης εστίας και όχι στην επίτευξη τερμάτων, αλλά πουθενά αλλού στον παγκόσμιο αθλητισμό δεν υπάρχει τόση μαγεία συγκεντρωμένη. Ραντεβού στις τηλεοράσεις, προπαντός σε όσες είναι έξω από τα σπίτια μας, για να το δούμε και να το αναλύσουμε μετά. 




 
Top