Η θέση προσφέρεται για διαφήμιση

Η θέση προσφέρεται για διαφήμιση


Γράφει ο Pinko palest

Πριν τρία χρόνια ο Παναθηναϊκός είχε κληρωθεί με την Κλαμπ Μπρυζ στα προκριματικά του Τσάμπιονς Ληγκ. Όλοι ελπίζαμε για το καλύτερο. Ξέραμε ότι η Μπρυζ είναι ο κακός μας δαίμονας, αλλά ελπίζαμε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά, καθώς η διαφορά δυναμικότητας ήταν ελάχιστη. 

Κατά τη διάρκεια των αγώνων, όπως της αρέσει να κάνει της τηλεόρασης, εστίασε αρκετές φορές την κάμερα στους πάγκους των δύο ομάδων, για να δείξει τους δύο προπονητές. Τον Γιάννη Αναστασίου και τον Μισέλ Πρεντόμ. Κι η διαφορά ήταν καταλυτική. 

Βλέποντάς τους, και ξέροντας ότι οι ομάδες ήταν περίπου ισοδύναμες, κάπου φοβόταν κανείς ότι τελικά θα περνούσε η ομάδα που είχε για προπονητή την παμπόνηρη μπαλλαδόφατσα, κι ας μην έπαιζε καλά. Κι έτσι ακριβώς έγινε, προς μεγάλη απογοήτευση όλων μας, κι ας ήταν 37 μόνο τα λεπτά που μας χώριζαν από την πρόκριση στον τελευταίο προκριματικό.

Αυτή η σύγκριση δεν έχει νόημα σε μία μεγάλη σειρά αγώνων πρωταθλήματος, που παίζουν πολλά άλλα πράγματα ρόλο. Αλλά σε μια σειρά από λίγα ματς ο προπονητής είναι καθοριστικός. Στο μουντιάλ αυτό επιβεβαιώνεται εδώ και χρόνια. Ομάδες που έχουν προπονητές σαν αυτούς της Σενεγάλης ή της Ιαπωνίας, δεν θα χάσουν έτσι εύκολα: Αδύνατοι, με διαπεραστικό, ίσως και λίγο πεινασμένο βλέμμα, που, στην περίπτωση του προπονητή της Σενεγάλης, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ακόμα και υπνωτικό. 

Ο ένας με απλό άσπρο πουκάμισο, ο άλλος με κουστούμι αλλά και με ράστα κοτσιδάκια. Απέναντί τους φθασμένοι προπονητές, με σημαντικές διακρίσεις στο παρελθόν, αλλά αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας. Δυο τρεις μέρες μετά, στο ματς Ελβετία – Σερβία ξανά τα ίδια: ισοδύναμες περίπου οι ομάδες, ίσως λίγο καλύτεροι οι Σέρβοι. Αλλά βλέποντας τον Βλάντιμιρ Πέτκοβιτς στον πάγκο της Ελβετίας, αναρωτιόμασταν όλοι: “προπονητής ποδοσφαίρου που είναι σαν κλώνος του Φραγκλίνου Ρούζβελτ πρόκειται να χάσει έτσι εύκολα?” Και όντως, όχι μόνο δεν έχασε, αλλά κέρδισε.

Ασφαλώς και δεν μπορεί να μετρηθούν με ασφάλεια η ευφυΐα και η ικανότητα σε ο,τιδήποτε από την εμφάνιση και από τα μάτια καθενός. Ασφαλώς και δικαιούνται προχωρημένης ηλικίας προπονητές να συμμετέχουν, ακόμα και να κερδίζουν το μουντιάλ. Κάποιες φορές το αξίζουν κιόλας. Ορισμένες φορές όμως, η προχωρημένη ηλικία μπορεί να σημαίνει μειωμένα αντανακλαστικά, όπως και το απλανές βλέμμα άνθρωπο που δυσκολεύεται να διανοηθεί το απρόβλεπτο. Και μεταξύ δύο ομάδων που είναι περίπου ισάξιες, αυτές οι μικροδιαφορές μπορεί να σημαίνουν το εισιτήριο για τον επόμενο γύρο. 

Έχει παρατηρηθεί πως πλέον, στο υψηλότερο επίπεδο, οι προπονητές τείνουν να κλείνουν τον κύκλο τους μέσα σε περίπου μία δεκαετία, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τον Αρσέν Βενγκέρ και τον Λούις φαν Χάαλ. Ο φαν Χάαλ, αν και τα κατάφερε με την Ολλανδία στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας, οδηγώντας την στα ημιτελικά και παραλίγο και στον τελικό (έχασε στα πέναλτυ από την Αργεντινή), στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ζορίστηκε και έδειξε να μην είναι αυτός που ήταν. Εδώ ο Μουρίνιο, που έχει επίσης κλείσει τη δεκαετία του στην κορυφή, δείχνει να έχει απωλέσει τις υπερφυσικές του ιδιότητες. Άλλη μία απόδειξη ότι το μουντιάλ δεν είναι τόσο ανταγωνιστικό όσο το Τσάμπιονς Ληγκ, όπως επιμένουν πολλοί έγκυροι σχολιαστές?

Επισημαίνεται πολλάκις ότι το θέαμα είναι πολύ καλύτερο στο Τσάμπιονς Ληγκ, καθώς οι ομάδες είναι πολύ πιο συνεκτικές, καθότι πιο δουλεμένες, ώστε να μπορούν να παίζουν καλό επιθετικό ποδόσφαιρο, ενώ πλέον οι μεγάλες αλλαγές στην τακτική εμφανίζονται εκεί και όχι στο μουντιάλ. Η κρίση, δυστυχώς, δεν είναι άδικη, αλλά ακόμα το ενδιαφέρον που γεννά το μουντιάλ είναι μεγαλύτερο από το ενδιαφέρον για το πάλαι ποτέ Κύπελλο Πρωταθλητριών. 

Αν μη τι άλλο, η Βραζιλία, η Γερμανία, η Αργεντινή και η Ιταλία είναι ακόμα υποχρεωμένες να προκριθούν και η πρόκριση δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί δεδομένη (η Ιταλία και η Ολλανδία τώρα, η Αγγλία παλιότερα, το έχουν μάθει καλά αυτό το μάθημα). Αν όμως το μουντιάλ λειτουργούσε με κριτήρια Τσάμπιονς Ληγκ, θα συμμετείχαν εξ οφίτσιο τουλάχιστον δέκα χώρες, ανάμεσα τους, εκτός από τις παραδοσιακές πολύ μεγάλες δυνάμεις, και οι ΗΠΑ, πιθανόν και η Κίνα, για χατήρι των τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, θα επιτρέπονταν και οι μεταγραφές, ίσως με κάποιο περιορισμό (μέχρι 3, ας πούμε, και όσους νατουραλιζέ μπορείς να μαζέψεις). Θα είχε όντως ενδιαφέρον να βλέπουμε τους κινέζους να παίζουν με τον Μέσσι, τον Κριστιάνο και τον Τζέημς Ροντρίγκες στην εντεκάδα τους? Ιδίως καθώς το Παγκόσμιο Κύπελλο θα διεξάγονταν κάθε ένα ή το πολύ δύο χρόνια.

Ο Όργουελλ με μία από τις πιο γνωστές του ρήσεις έδειξε την απέχθεια του για το ποδόσφαιρο μεταξύ ομάδων από διαφορετικά κράτη, και για τον αθλητικό ανταγωνισμό εν γένει: “δεν έχει καμία σχέση με το ευ αγωνίζεσθαι. Είναι άρρηκτα δεμένο με το μίσος, τον φθόνο, το νταηλίκι, την περιφρόνηση σε όλους τους κανόνες και στην παρακολούθηση βίας με σαδιστική ηδονή: με άλλα λόγια, είναι πόλεμος χωρίς πυροβολισμούς”. 

Οι κίνδυνοι που επισημαίνει είναι πράγματι υπαρκτοί (μία πολύ μικρή γεύση πήραμε προχθές, πάλι στο παιχνίδι Σερβία – Ελβετία), εμείς όμως από την πλευρά μας, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι όσα κατακρίνει ο Όργουελλ υπάρχουν σε όλα τα μήκη και πλάτη του ποδοσφαίρου, συμπεριλαμβανομένου του Τσάμπιονς Ληγκ, και να προσπαθήσουμε να απολαύσουμε το μουντιάλ, αποφεύγοντας τις οργουελλικές κακοτοπιές. 

Τα παιχνίδια μεταξύ εθνικών θα παραμένουν για αρκετό καιρό ιδιαίτερα θελκτικά, ακόμα και για τους πιο φιλήσυχους φίλαθλους. Όχι επειδή υπάρχουν κάποια εθνικά στερεότυπα, στα οποία υπακούουν οι εθνικές ομάδες και οι χώρες που αντιπροσωπεύουν (θυμηθείτε πόσες βραζιλιάνικες ομάδες έχουν παίξει αμυντικά με έξτρα δόση κλωτσομπουνίδι, πόσοι ψυχροί γερμανοί έχουν αποδειχθεί πριμαντόντες, κλπ), αν και παίζουν, δυστυχώς, κι αυτά τον ρόλο τους στην τέρψη που αισθανόμαστε, αλλά ακριβώς επειδή το μουντιάλ δεν είναι Τσάμπιονς Ληγκ: οι ομάδες, και στο Παγκόσμιο Κύπελλο, είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν των αθλητικών οικονομιών των χωρών τους (και των κοινωνιών τους, βεβαίως) αλλά δεν μπορούν να αγοράσουν την επιτυχία με τον τόσο άμεσο τρόπο που χρησιμοποιούν οι μη εθνικές ομάδες.

YΓ 1: την αιώνια κόντρα Ευρώπης και Νότιας Αμερικής δεν την ξεχάσαμε. Θα επανέλθουμε.

ΥΓ 2: η δεύτερη αγωνιστική στο μουντιάλ παραδοσιακά δίνει καλά και θεαματικά ματς, με πολλά γκολ. Στην πρώτη αγωνιστική οι περισσότερες ομάδες είναι προσεκτικές και συγκρατημένες, ενώ στη δεύτερη οι ομάδες που έχασαν στην πρώτη είναι υποχρεωμένες να ρισκάρουν, πράγμα που οδηγεί σε πιο ανοιχτά παιχνίδια. Δυστυχώς, οφείλουμε να προβλέψουμε και πολλά 1-0 και 0-0 με πέναλτυ στα νοκ άουτ, αλλά μακάρι να διαψευστούμε



 
Top